- ξεστράβωμα
- το [ξεστραβώνω]1. η μετατροπή ενός στραβού πράγματος σε ίσιο, το ίσιωμα2. ανάκτηση τής όρασης3. μτφ. α) η απόκτηση μόρφωσης για ορθή κρίση και αντίληψηβ) η εξαγωγή ή η έξοδος κάποιου από την πλάνη, από την απάτη ή από την άγνοια.
Dictionary of Greek. 2013.