ξεστράβωμα

ξεστράβωμα
το [ξεστραβώνω]
1. η μετατροπή ενός στραβού πράγματος σε ίσιο, το ίσιωμα
2. ανάκτηση τής όρασης
3. μτφ. α) η απόκτηση μόρφωσης για ορθή κρίση και αντίληψη
β) η εξαγωγή ή η έξοδος κάποιου από την πλάνη, από την απάτη ή από την άγνοια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεστράβωμα — το ατος 1. το να γίνει κάτι από στραβό ίσιο. 2. απόκτηση της όρασης. 3. μτφ., μόρφωση. 4. μτφ., έξοδος από την πλάνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”